- μαστιγώσῃς
- μαστῑγώσῃς , μαστιγόωwhipaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
μαστιγιώ — μαστιγιώ, άω (Α) θέλω να μαστιγωθώ ή είμαι άξιος μαστίγωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ, ιγος + επίθημα ιάω (πρβλ. στρατηγ ιάω)] … Dictionary of Greek
μαστιγωτικός — ή, ό (Α μαστιγωτικός, ή, όν) αυτός που έχει χαρακτήρα μαστίγωσης («η κριτική τών βουλευτών ήταν μαστιγωτική για τους υπευθύνους») αρχ. (το θηλ. ως γλώσσα τού μάστειρα) αυτή που ζητεί εκδίκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστιγώνω + κατάλ. ικός (πρβλ. ανανεωτ… … Dictionary of Greek
Βιγιόν, Φρανσουά — (François Villon, Παρίσι 1431 – 1463 ή 1489). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου ποιητή Φρανσουά ντε Μονκορμπιέ (François de Montcorbier) ή, κατ’ άλλους, Φρανσουά ντε Λοζ (François des Loges), το οποίο υιοθέτησε από ευγνωμοσύνη προς τον δάσκαλο και … Dictionary of Greek
μαστιγούμενοι — (flagellantes). Μέλη διάφορων αδελφοτήτων ή θρησκευτικών κινημάτων στη Δύση, οι οποίοι μαστιγώνονταν για λόγους μετανοίας ή εξιλέωσης. Από τα κινήματα αυτά (τα μέλη των οποίων ονομάζονταν επίσης πειθαρχούμενοι, κουκουλοφόροι ή δερόμενοι)… … Dictionary of Greek
Ντομενικίνο — (Domenichino, Μπολόνια 1581 – Νάπολη 1641). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου Ντομένικο Ζαμπιέρι (Domenico Zampieri). θεωρείται ένας από τους πιο έγκυρους εκπροσώπους του ρωμαϊκού κλασικισμού. Διαμορφώθηκε στο περιβάλλον του Ανίμπαλε… … Dictionary of Greek